λεόντιον

λεόντιον
I
Τοπωνύμιο της αρχαιότητας.
1. Πόλη της Αχαΐας, κοντά στον Άνω Σελινούντα, βόρεια της Τριταίας. Ήταν μέλος της Αχαϊκής συμπολιτείας.
2. Πεδιάδα της Σικελίας, όπου χτίστηκε η πόλη Λεοντίνοι (βλ. λ.).
II
Όνομα δύο εταίρων της αρχαιότητας.
1. Αθηναία εταίρα (4ος-3ος αι. π.Χ.). Ήταν περιώνυμη για τα θέλγητρα και για το πνεύμα της. Σύμφωνα με τον Πλίνο, δύο ονομαστοί ζωγράφοι της αρχαιότητας, ο Θέωρος και ο Αριστείδης ο Θηβαίος, ζωγράφισαν την εικόνα της. Ήταν ερωμένη του Επίκουρου και άλλων εκπροσώπων της σχολής του. Χειριζόταν άνετα την αττική διάλεκτο και έγραψε και μια πραγματεία με τίτλο Κατά Θεοφράστου.
2. Εταίρα (4ος-3ος αι. π.Χ.). Ήταν φίλη του Ερμησιάνακτα του Κολοφωνίου, ο οποίος έγραψε τα τρία βιβλία των Ελεγειών του σε μορφή συνομιλίας μαζί της. Αποσπάσματα του βιβλίου αυτού έχει διασώσει ο Αθήναιος στους Δειπνοσοφιστές του.
* * *
λεόντιον, τὸ (Α) [λέων]
1. λιονταράκι
2. η λεοντίαση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Λεόντιον — neut nom/voc/acc sg Λεόντιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεόντιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Леонтия — (Λεόντιον) гетера, приятельница Эпикура, сожительница ученика его Метродора. Ее защита эпикурейства против Феофраста не сохранилась …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Λεοντίου — Λεόντιον neut gen sg Λεόντιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοντίου — λεόντιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λεοντίων — Λεόντιον neut gen pl Λεόντιος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοντίων — λεόντιον neut gen pl λεοντιάω suffer from imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) λεοντιάω suffer from imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λεοντίῳ — Λεόντιον neut dat sg Λεόντιος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοντίῳ — λεόντιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Leontion — (or Leontium) ( el. Λεόντιον), was a Greek woman who achieved fame sometime around 300 BC. She was a follower of Epicurus and his philosophy. She was the life companion of Metrodorus of Lampsacus. The information we have about her is scant. She… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”